εφησυχασμός

εφησυχασμός
rahatlama, huzura kavuşma

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επανάπαυσις — ἐπανάπαυσις, η (AM) [επαναπαύω] εφησυχασμός, απαλλαγή από κάθε φροντίδα ή ανησυχία μσν. παροχή αναπαύσεως, ανακουφίσεως, ησυχίας αρχ. 1. κατάβαση 2. καταγωγή …   Dictionary of Greek

  • βαυκαλισμός — ο ο εφησυχασμός με ψεύτικες ελπίδες και υποσχέσεις: Η σχέση μας χάλασε γιατί στηρίχτηκε στο βαυκαλισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”